ῥινός

ῥινός
ῥινός
Grammatical information: f. (gender after βοέη, αἰγέη a.o.).
Meaning: `the skin of man and animal, the hide, espec. the cow skin, cow hide, shield made of cow hide' (ep. Il.; cf. Leumann Hom. Wörter 314f. against Bechtel Dial. 3, 19f.).
Other forms: rarely m. (Nic., Opp.) and -όν n. (after δέρμα, σκῦτος). γρῖνος δέρμα H.
Dialectal forms: Myc. wirino \/wrīnós\/, adj. wirinjeo.
Compounds: Compp., e.g. ῥινο-τόρος `shield-piercing', adjunct of Ares (Φ 392 a.o.), of the θύρσος (Nonn.); ταλαύρινος (= ταλά-Ϝρινος) `shield-bearing' ('shield-enduring' [because of the weight?]; Richardson Hermathena 55, 87ff.; to be rejected Stanford ibd. 54, 121 ff.); usu. attribute to πολεμιστής as des. of Ares (Il.); on the history and explanation of the expression a hypothesis by Leumann Hom. Wörter 196 ff.; on this Trümpy Fachausdrücke 38 w. Nachtr.
Derivatives: γρίντης (= Ϝρίντης) βυρσεύς H. (formation prob. after the primary ξάντης, ὑφάντης a.o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The notation γρῖνος δέρμα H. (Aeol.; γρινός Hdn. Gr.) confirms Ϝρῑνός, which is also seen in ταλαύρινος, which was connected with th same verb as ῥίνη (s.v.); so prop. "das Abreissen", resp. "die abgerissene Haut" like δέρμα from δέρω (to which a.o. Skt. dīrṇá- `torn up' with n-suffix like Ϝρῑ-νός). -- The Germanic long i derived from -ei- (cf. Goth. writs with short i), but this is impossible for the Greek form (the case is different with δέρμα, as δέρω means `flay', but *u̯rei-(d-) means rather `scratch'. So the etymology must be rejected. The word could be Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,657-658

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρινός — ἡ και ὁ, Α 1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.) 2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ ἀπ ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.) 3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ. β …   Dictionary of Greek

  • ῥινός — ῥῑνός , ῥίς nose fem gen sg ῥῑνός , ῥινός skin fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τῆς ῥινὸς ἔλκειν. — τῆς ῥινὸς ἔλκειν. См. Водить за нос …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • καλόρ(ρ)ινος — καλόρ(ρ)ινος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία, καλοσχηματισμένη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (ρ)ρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. μεγαλό ρινος, πλατύ ρρινος] …   Dictionary of Greek

  • κραταίρινος — κραταίρινος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δέρμα, σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + ρινoς (< ῥινός «δέρμα ανθρώπου ή ζώων»), πρβλ. κοσκινό ρινος, οστρακό ρινος] …   Dictionary of Greek

  • ρίνη — η / ῥίνη, ΝΜΑ, και ρίνα Ν, και ῥῑνα Α 1. λειαντικό όργανο, λίμα 2. ζωολ. βλ. ρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχική σημ. τής λ. ῥίνη πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «λίμα, λειαντικό όργανο», από την οποία προήλθε και η σημ. «είδος ψαριού», λόγω τής… …   Dictionary of Greek

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

  • носъ — НОС|Ъ (39), А с. 1.Нос, часть лица: Блѧдѹщюмѹ черньцю по законѹ. людьскомѹ носъ ѥмѹ ѹрѣзають. ЗС 1280, 338в; то же ЗС XIV, 24 об.–25; овомѹ носа ѹрѣзаша. а iномѹ очи выимаша. кто василь˫а на зло повелъ. ЛН XIII–XIV, 136 (1257); бѧше же ту лице… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κελαινόρ(ρ)ινος — κελαινόρ(ρ)ινος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελα ρρινός, πολύ ρρινος] …   Dictionary of Greek

  • κοσκινόρινος — κοσκινόρινος, ὁ (Α) (για ζώο) αυτός που έχει δέρμα κατάλληλο για την κατασκευή κόσκινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπου»), πρβλ. κελαινό ρρινος, μελά ρρινος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόρρινος — η, ο (Μ λεπτόρρινος, ον) αυτός που έχει στενή μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ῥίς, ῥινός «μύτη» (πρβλ. εύ ρινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”